Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄποτμος
ἀπότοκος
ἀπότοκος2
ἀποτολμάω
ἀποτολμητέον
ἀπότολμος
ἀποτομάς
ἀποτομή
ἀποτομία
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύω
ἀποτόρνωσις
ἄποτος
ἀποτράγημα
ἀποτραχηλίζω
ἀποτραχύνω
ἀποτρεπτέον
ἀποτρεπτικός
ἀπότρεπτος
ἀποτρέπω
View word page
ἀποτοξεύω
to shoot off arrows

ShortDef

to shoot off arrows

Debugging

Headword:
ἀποτοξεύω
Headword (normalized):
ἀποτοξεύω
Headword (normalized/stripped):
αποτοξευω
IDX:
12299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12300
Key:

Data

{'content': 'to shoot off arrows'}