Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδίστακτος
ἀδιύλιστος
ἀδίχαστος
ἀδιψέω
ἄδιψος
ἀδίωκτος
ἀδιώμοτος
ἀδμενίδες
ἀδμής
Ἀδμήτειος
Ἀδμήτη
ἀδμῆτις
Ἄδμητος
ἄδμητος
ἀδμολίη
ἄδμωνες
ᾉδοβάτης
ᾁδόθεν
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
View word page
Ἀδμήτη
Admete

ShortDef

Admete

Debugging

Headword:
Ἀδμήτη
Headword (normalized):
ἀδμήτη
Headword (normalized/stripped):
αδμητη
IDX:
1229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1230
Key:

Data

{'content': 'Admete'}