Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀπότοκος
ἀπότοκος2
ἀποτολμάω
ἀποτολμητέον
ἀπότολμος
ἀποτομάς
ἀποτομή
ἀποτομία
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύω
ἀποτόρνωσις
ἄποτος
ἀποτράγημα
ἀποτραχηλίζω
ἀποτραχύνω
ἀποτρεπτέον
ἀποτρεπτικός
ἀπότρεπτος
View word page
ἀπότομος
cut off, abrupt, precipitous

ShortDef

cut off, abrupt, precipitous

Debugging

Headword:
ἀπότομος
Headword (normalized):
ἀπότομος
Headword (normalized/stripped):
αποτομος
IDX:
12298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12299
Key:

Data

{'content': 'cut off, abrupt, precipitous'}