Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπότμησις
ἀποτμητέον
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀπότοκος
ἀπότοκος2
ἀποτολμάω
ἀποτολμητέον
ἀπότολμος
ἀποτομάς
ἀποτομή
ἀποτομία
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύω
ἀποτόρνωσις
ἄποτος
ἀποτράγημα
ἀποτραχηλίζω
ἀποτραχύνω
ἀποτρεπτέον
View word page
ἀποτομή
a cutting off
ShortDef
a cutting off
Debugging
Headword:
ἀποτομή
Headword (normalized):
ἀποτομή
Headword (normalized/stripped):
αποτομη
IDX:
12296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12297
Key:
Data
{'content': 'a cutting off'}