Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπότμηξις
ἀπότμησις
ἀποτμητέον
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀπότοκος
ἀπότοκος2
ἀποτολμάω
ἀποτολμητέον
ἀπότολμος
ἀποτομάς
ἀποτομή
ἀποτομία
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύω
ἀποτόρνωσις
ἄποτος
ἀποτράγημα
ἀποτραχηλίζω
ἀποτραχύνω
View word page
ἀποτομάς
abrupt, sheer
ShortDef
abrupt, sheer
Debugging
Headword:
ἀποτομάς
Headword (normalized):
ἀποτομάς
Headword (normalized/stripped):
αποτομας
IDX:
12295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12296
Key:
Data
{'content': 'abrupt, sheer'}