Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτμήξ
ἀπότμηξις
ἀπότμησις
ἀποτμητέον
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀπότοκος
ἀπότοκος2
ἀποτολμάω
ἀποτολμητέον
ἀπότολμος
ἀποτομάς
ἀποτομή
ἀποτομία
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύω
ἀποτόρνωσις
ἄποτος
ἀποτράγημα
ἀποτραχηλίζω
View word page
ἀπότολμος
bold, daring

ShortDef

bold, daring

Debugging

Headword:
ἀπότολμος
Headword (normalized):
ἀπότολμος
Headword (normalized/stripped):
αποτολμος
IDX:
12294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12295
Key:

Data

{'content': 'bold, daring'}