Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπότιτθος
ἀποτμήγω
ἀπότμημα
ἀποτμήξ
ἀπότμηξις
ἀπότμησις
ἀποτμητέον
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀπότοκος
ἀπότοκος2
ἀποτολμάω
ἀποτολμητέον
ἀπότολμος
ἀποτομάς
ἀποτομή
ἀποτομία
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύω
ἀποτόρνωσις
View word page
ἀπότοκος2
(adj) resulting from

ShortDef

(n) propagation
(adj) resulting from

Debugging

Headword:
ἀπότοκος2
Headword (normalized):
ἀπότοκος
Headword (normalized/stripped):
αποτοκος2
IDX:
12291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12292
Key:

Data

{'content': '(adj) resulting from'}