Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπότιστος
ἀπότιτθος
ἀποτμήγω
ἀπότμημα
ἀποτμήξ
ἀπότμηξις
ἀπότμησις
ἀποτμητέον
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀπότοκος
ἀπότοκος2
ἀποτολμάω
ἀποτολμητέον
ἀπότολμος
ἀποτομάς
ἀποτομή
ἀποτομία
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύω
View word page
ἀπότοκος
(n) propagation

ShortDef

(n) propagation
(adj) resulting from

Debugging

Headword:
ἀπότοκος
Headword (normalized):
ἀπότοκος
Headword (normalized/stripped):
αποτοκος
IDX:
12290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12291
Key:

Data

{'content': '(n) propagation'}