Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτίνυμαι
ἀποτίνω
ἀπότισις
ἀποτιστέον
ἀποτιστέος
ἀπότιστος
ἀπότιτθος
ἀποτμήγω
ἀπότμημα
ἀποτμήξ
ἀπότμηξις
ἀπότμησις
ἀποτμητέον
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀπότοκος
ἀπότοκος2
ἀποτολμάω
ἀποτολμητέον
ἀπότολμος
ἀποτομάς
View word page
ἀπότμηξις
cutting off
ShortDef
cutting off
Debugging
Headword:
ἀπότμηξις
Headword (normalized):
ἀπότμηξις
Headword (normalized/stripped):
αποτμηξις
IDX:
12285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12286
Key:
Data
{'content': 'cutting off'}