Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτινάσσω
ἀποτίνυμαι
ἀποτίνω
ἀπότισις
ἀποτιστέον
ἀποτιστέος
ἀπότιστος
ἀπότιτθος
ἀποτμήγω
ἀπότμημα
ἀποτμήξ
ἀπότμηξις
ἀπότμησις
ἀποτμητέον
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀπότοκος
ἀπότοκος2
ἀποτολμάω
ἀποτολμητέον
ἀπότολμος
View word page
ἀποτμήξ
cut off, sheer
ShortDef
cut off, sheer
Debugging
Headword:
ἀποτμήξ
Headword (normalized):
ἀποτμήξ
Headword (normalized/stripped):
αποτμηξ
IDX:
12284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12285
Key:
Data
{'content': 'cut off, sheer'}