Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτίναγμα
ἀποτινάσσω
ἀποτίνυμαι
ἀποτίνω
ἀπότισις
ἀποτιστέον
ἀποτιστέος
ἀπότιστος
ἀπότιτθος
ἀποτμήγω
ἀπότμημα
ἀποτμήξ
ἀπότμηξις
ἀπότμησις
ἀποτμητέον
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀπότοκος
ἀπότοκος2
ἀποτολμάω
ἀποτολμητέον
View word page
ἀπότμημα
anything cut off, piece

ShortDef

anything cut off, piece

Debugging

Headword:
ἀπότμημα
Headword (normalized):
ἀπότμημα
Headword (normalized/stripped):
αποτμημα
IDX:
12283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12284
Key:

Data

{'content': 'anything cut off, piece'}