Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπότιμος
ἀποτίναγμα
ἀποτινάσσω
ἀποτίνυμαι
ἀποτίνω
ἀπότισις
ἀποτιστέον
ἀποτιστέος
ἀπότιστος
ἀπότιτθος
ἀποτμήγω
ἀπότμημα
ἀποτμήξ
ἀπότμηξις
ἀπότμησις
ἀποτμητέον
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀπότοκος
ἀπότοκος2
ἀποτολμάω
View word page
ἀποτμήγω
to cut off from
ShortDef
to cut off from
Debugging
Headword:
ἀποτμήγω
Headword (normalized):
ἀποτμήγω
Headword (normalized/stripped):
αποτμηγω
IDX:
12282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12283
Key:
Data
{'content': 'to cut off from'}