Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιόριστος
ἀδιπλασίαστος
ἀδίστακτος
ἀδιύλιστος
ἀδίχαστος
ἀδιψέω
ἄδιψος
ἀδίωκτος
ἀδιώμοτος
ἀδμενίδες
ἀδμής
Ἀδμήτειος
Ἀδμήτη
ἀδμῆτις
Ἄδμητος
ἄδμητος
ἀδμολίη
ἄδμωνες
ᾉδοβάτης
ᾁδόθεν
ἀδοιάστως
View word page
ἀδμής
untamed
ShortDef
untamed
Debugging
Headword:
ἀδμής
Headword (normalized):
ἀδμής
Headword (normalized/stripped):
αδμης
IDX:
1227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1228
Key:
Data
{'content': 'untamed'}