Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιλμός
ἀποτίμαστος
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀποτιμητής
ἀπότιμος
ἀποτίναγμα
ἀποτινάσσω
ἀποτίνυμαι
ἀποτίνω
ἀπότισις
ἀποτιστέον
ἀποτιστέος
ἀπότιστος
ἀπότιτθος
ἀποτμήγω
ἀπότμημα
ἀποτμήξ
View word page
ἀποτινάσσω
to shake off
ShortDef
to shake off
Debugging
Headword:
ἀποτινάσσω
Headword (normalized):
ἀποτινάσσω
Headword (normalized/stripped):
αποτινασσω
IDX:
12274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12275
Key:
Data
{'content': 'to shake off'}