Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτηρέω
ἀποτίθημι
ἀποτίκτω
ἀποτιλάω
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιλμός
ἀποτίμαστος
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀποτιμητής
ἀπότιμος
ἀποτίναγμα
ἀποτινάσσω
ἀποτίνυμαι
ἀποτίνω
ἀπότισις
ἀποτιστέον
ἀποτιστέος
ἀπότιστος
View word page
ἀποτίμησις
a mortgaging
ShortDef
a mortgaging
Debugging
Headword:
ἀποτίμησις
Headword (normalized):
ἀποτίμησις
Headword (normalized/stripped):
αποτιμησις
IDX:
12270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12271
Key:
Data
{'content': 'a mortgaging'}