Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπότηξις
ἀποτηρέω
ἀποτίθημι
ἀποτίκτω
ἀποτιλάω
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιλμός
ἀποτίμαστος
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀποτιμητής
ἀπότιμος
ἀποτίναγμα
ἀποτινάσσω
ἀποτίνυμαι
ἀποτίνω
ἀπότισις
ἀποτιστέον
ἀποτιστέος
View word page
ἀποτίμημα
a mortgage, security

ShortDef

a mortgage, security

Debugging

Headword:
ἀποτίμημα
Headword (normalized):
ἀποτίμημα
Headword (normalized/stripped):
αποτιμημα
IDX:
12269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12270
Key:

Data

{'content': 'a mortgage, security'}