Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτήκω
ἀποτῆλε
ἀποτηλόθι
ἀποτηλοῦ
ἀπότηξις
ἀποτηρέω
ἀποτίθημι
ἀποτίκτω
ἀποτιλάω
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιλμός
ἀποτίμαστος
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀποτιμητής
ἀπότιμος
ἀποτίναγμα
ἀποτινάσσω
ἀποτίνυμαι
View word page
ἀπότιλμα
a piece plucked off

ShortDef

a piece plucked off

Debugging

Headword:
ἀπότιλμα
Headword (normalized):
ἀπότιλμα
Headword (normalized/stripped):
αποτιλμα
IDX:
12265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12266
Key:

Data

{'content': 'a piece plucked off'}