Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτηγανίζω
ἀποτήκω
ἀποτῆλε
ἀποτηλόθι
ἀποτηλοῦ
ἀπότηξις
ἀποτηρέω
ἀποτίθημι
ἀποτίκτω
ἀποτιλάω
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιλμός
ἀποτίμαστος
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀποτιμητής
ἀπότιμος
ἀποτίναγμα
ἀποτινάσσω
View word page
ἀποτίλλω
to pluck

ShortDef

to pluck

Debugging

Headword:
ἀποτίλλω
Headword (normalized):
ἀποτίλλω
Headword (normalized/stripped):
αποτιλλω
IDX:
12264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12265
Key:

Data

{'content': 'to pluck'}