Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτεφρόω
ἀποτηγανίζω
ἀποτήκω
ἀποτῆλε
ἀποτηλόθι
ἀποτηλοῦ
ἀπότηξις
ἀποτηρέω
ἀποτίθημι
ἀποτίκτω
ἀποτιλάω
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιλμός
ἀποτίμαστος
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀποτιμητής
ἀπότιμος
ἀποτίναγμα
View word page
ἀποτιλάω
pass
ShortDef
pass
Debugging
Headword:
ἀποτιλάω
Headword (normalized):
ἀποτιλάω
Headword (normalized/stripped):
αποτιλαω
IDX:
12263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12264
Key:
Data
{'content': 'pass'}