Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτευκτικός
ἀπότευξις
ἀποτεφρόω
ἀποτηγανίζω
ἀποτήκω
ἀποτῆλε
ἀποτηλόθι
ἀποτηλοῦ
ἀπότηξις
ἀποτηρέω
ἀποτίθημι
ἀποτίκτω
ἀποτιλάω
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιλμός
ἀποτίμαστος
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀποτιμητής
View word page
ἀποτίθημι
to put away, stow away

ShortDef

to put away, stow away

Debugging

Headword:
ἀποτίθημι
Headword (normalized):
ἀποτίθημι
Headword (normalized/stripped):
αποτιθημι
IDX:
12261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12262
Key:

Data

{'content': 'to put away, stow away'}