Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτεμαχίζω
ἀποτέμνω
ἀπότεξις
ἀποτερατεύομαι
ἀποτερματίζω
ἀποτερματισμός
ἀποτετερματισμένως
ἀποτετραγωνίζω
ἀποτετραίνω
ἀπότευγμα
ἀποτευκτικός
ἀπότευξις
ἀποτεφρόω
ἀποτηγανίζω
ἀποτήκω
ἀποτῆλε
ἀποτηλόθι
ἀποτηλοῦ
ἀπότηξις
ἀποτηρέω
ἀποτίθημι
View word page
ἀποτευκτικός
causing failure

ShortDef

causing failure

Debugging

Headword:
ἀποτευκτικός
Headword (normalized):
ἀποτευκτικός
Headword (normalized/stripped):
αποτευκτικος
IDX:
12251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12252
Key:

Data

{'content': 'causing failure'}