Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτελέω
ἀποτελωνέομαι
ἀποτεμαχίζω
ἀποτέμνω
ἀπότεξις
ἀποτερατεύομαι
ἀποτερματίζω
ἀποτερματισμός
ἀποτετερματισμένως
ἀποτετραγωνίζω
ἀποτετραίνω
ἀπότευγμα
ἀποτευκτικός
ἀπότευξις
ἀποτεφρόω
ἀποτηγανίζω
ἀποτήκω
ἀποτῆλε
ἀποτηλόθι
ἀποτηλοῦ
ἀπότηξις
View word page
ἀποτετραίνω
perforate
ShortDef
perforate
Debugging
Headword:
ἀποτετραίνω
Headword (normalized):
ἀποτετραίνω
Headword (normalized/stripped):
αποτετραινω
IDX:
12249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12250
Key:
Data
{'content': 'perforate'}