Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτελευτάω
ἀποτελεύτησις
ἀποτελέω
ἀποτελωνέομαι
ἀποτεμαχίζω
ἀποτέμνω
ἀπότεξις
ἀποτερατεύομαι
ἀποτερματίζω
ἀποτερματισμός
ἀποτετερματισμένως
ἀποτετραγωνίζω
ἀποτετραίνω
ἀπότευγμα
ἀποτευκτικός
ἀπότευξις
ἀποτεφρόω
ἀποτηγανίζω
ἀποτήκω
ἀποτῆλε
ἀποτηλόθι
View word page
ἀποτετερματισμένως
definitely

ShortDef

definitely

Debugging

Headword:
ἀποτετερματισμένως
Headword (normalized):
ἀποτετερματισμένως
Headword (normalized/stripped):
αποτετερματισμενως
IDX:
12247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12248
Key:

Data

{'content': 'definitely'}