Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτελεστικός
ἀποτελευτάω
ἀποτελεύτησις
ἀποτελέω
ἀποτελωνέομαι
ἀποτεμαχίζω
ἀποτέμνω
ἀπότεξις
ἀποτερατεύομαι
ἀποτερματίζω
ἀποτερματισμός
ἀποτετερματισμένως
ἀποτετραγωνίζω
ἀποτετραίνω
ἀπότευγμα
ἀποτευκτικός
ἀπότευξις
ἀποτεφρόω
ἀποτηγανίζω
ἀποτήκω
ἀποτῆλε
View word page
ἀποτερματισμός
limitation

ShortDef

limitation

Debugging

Headword:
ἀποτερματισμός
Headword (normalized):
ἀποτερματισμός
Headword (normalized/stripped):
αποτερματισμος
IDX:
12246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12247
Key:

Data

{'content': 'limitation'}