Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτελεστέον
ἀποτελεστικός
ἀποτελευτάω
ἀποτελεύτησις
ἀποτελέω
ἀποτελωνέομαι
ἀποτεμαχίζω
ἀποτέμνω
ἀπότεξις
ἀποτερατεύομαι
ἀποτερματίζω
ἀποτερματισμός
ἀποτετερματισμένως
ἀποτετραγωνίζω
ἀποτετραίνω
ἀπότευγμα
ἀποτευκτικός
ἀπότευξις
ἀποτεφρόω
ἀποτηγανίζω
ἀποτήκω
View word page
ἀποτερματίζω
bound, limit, define

ShortDef

bound, limit, define

Debugging

Headword:
ἀποτερματίζω
Headword (normalized):
ἀποτερματίζω
Headword (normalized/stripped):
αποτερματιζω
IDX:
12245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12246
Key:

Data

{'content': 'bound, limit, define'}