Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτελεσματικός
ἀποτελεσματογραφία
ἀποτελεσματολόγος
ἀποτελεστέον
ἀποτελεστικός
ἀποτελευτάω
ἀποτελεύτησις
ἀποτελέω
ἀποτελωνέομαι
ἀποτεμαχίζω
ἀποτέμνω
ἀπότεξις
ἀποτερατεύομαι
ἀποτερματίζω
ἀποτερματισμός
ἀποτετερματισμένως
ἀποτετραγωνίζω
ἀποτετραίνω
ἀπότευγμα
ἀποτευκτικός
ἀπότευξις
View word page
ἀποτέμνω
to cut off, sever
ShortDef
to cut off, sever
Debugging
Headword:
ἀποτέμνω
Headword (normalized):
ἀποτέμνω
Headword (normalized/stripped):
αποτεμνω
IDX:
12242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12243
Key:
Data
{'content': 'to cut off, sever'}