Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτελέσιμος
ἀποτέλεσις
ἀποτέλεσμα
ἀποτελεσματικός
ἀποτελεσματογραφία
ἀποτελεσματολόγος
ἀποτελεστέον
ἀποτελεστικός
ἀποτελευτάω
ἀποτελεύτησις
ἀποτελέω
ἀποτελωνέομαι
ἀποτεμαχίζω
ἀποτέμνω
ἀπότεξις
ἀποτερατεύομαι
ἀποτερματίζω
ἀποτερματισμός
ἀποτετερματισμένως
ἀποτετραγωνίζω
ἀποτετραίνω
View word page
ἀποτελέω
to bring quite to an end, complete

ShortDef

to bring quite to an end, complete

Debugging

Headword:
ἀποτελέω
Headword (normalized):
ἀποτελέω
Headword (normalized/stripped):
αποτελεω
IDX:
12239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12240
Key:

Data

{'content': 'to bring quite to an end, complete'}