Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτέλειος
ἀποτελειόω
ἀποτελείωσις
ἀποτελέσιμος
ἀποτέλεσις
ἀποτέλεσμα
ἀποτελεσματικός
ἀποτελεσματογραφία
ἀποτελεσματολόγος
ἀποτελεστέον
ἀποτελεστικός
ἀποτελευτάω
ἀποτελεύτησις
ἀποτελέω
ἀποτελωνέομαι
ἀποτεμαχίζω
ἀποτέμνω
ἀπότεξις
ἀποτερατεύομαι
ἀποτερματίζω
ἀποτερματισμός
View word page
ἀποτελεστικός
causative, productive

ShortDef

causative, productive

Debugging

Headword:
ἀποτελεστικός
Headword (normalized):
ἀποτελεστικός
Headword (normalized/stripped):
αποτελεστικος
IDX:
12236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12237
Key:

Data

{'content': 'causative, productive'}