Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτέγγω
ἀπότεγμα
ἀποτείνω
ἀπότεισμα
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτειχιστέον
ἀποτεκμαίρομαι
ἀποτεκνόομαι
ἀπότεκνος
ἀποτέλειος
ἀποτελειόω
ἀποτελείωσις
ἀποτελέσιμος
ἀποτέλεσις
ἀποτέλεσμα
ἀποτελεσματικός
ἀποτελεσματογραφία
ἀποτελεσματολόγος
ἀποτελεστέον
View word page
ἀπότεκνος
sterile

ShortDef

sterile

Debugging

Headword:
ἀπότεκνος
Headword (normalized):
ἀπότεκνος
Headword (normalized/stripped):
αποτεκνος
IDX:
12225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12226
Key:

Data

{'content': 'sterile'}