Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποταφρεύω
ἀποτέγγω
ἀπότεγμα
ἀποτείνω
ἀπότεισμα
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτειχιστέον
ἀποτεκμαίρομαι
ἀποτεκνόομαι
ἀπότεκνος
ἀποτέλειος
ἀποτελειόω
ἀποτελείωσις
ἀποτελέσιμος
ἀποτέλεσις
ἀποτέλεσμα
ἀποτελεσματικός
ἀποτελεσματογραφία
ἀποτελεσματολόγος
View word page
ἀποτεκνόομαι
to be deprived of children
ShortDef
to be deprived of children
Debugging
Headword:
ἀποτεκνόομαι
Headword (normalized):
ἀποτεκνόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποτεκνοομαι
IDX:
12224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12225
Key:
Data
{'content': 'to be deprived of children'}