Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόταυρος
ἀπόταφος
ἀποτάφρευσις
ἀποταφρεύω
ἀποτέγγω
ἀπότεγμα
ἀποτείνω
ἀπότεισμα
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτειχιστέον
ἀποτεκμαίρομαι
ἀποτεκνόομαι
ἀπότεκνος
ἀποτέλειος
ἀποτελειόω
ἀποτελείωσις
ἀποτελέσιμος
ἀποτέλεσις
ἀποτέλεσμα
View word page
ἀποτείχισμα
a wall built to blockade, lines of blockade
ShortDef
a wall built to blockade, lines of blockade
Debugging
Headword:
ἀποτείχισμα
Headword (normalized):
ἀποτείχισμα
Headword (normalized/stripped):
αποτειχισμα
IDX:
12221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12222
Key:
Data
{'content': 'a wall built to blockade, lines of blockade'}