Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀπόταυρος
ἀπόταφος
ἀποτάφρευσις
ἀποταφρεύω
ἀποτέγγω
ἀπότεγμα
ἀποτείνω
ἀπότεισμα
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτειχιστέον
ἀποτεκμαίρομαι
ἀποτεκνόομαι
ἀπότεκνος
ἀποτέλειος
ἀποτελειόω
ἀποτελείωσις
ἀποτελέσιμος
View word page
ἀποτειχίζω
to wall off

ShortDef

to wall off

Debugging

Headword:
ἀποτειχίζω
Headword (normalized):
ἀποτειχίζω
Headword (normalized/stripped):
αποτειχιζω
IDX:
12219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12220
Key:

Data

{'content': 'to wall off'}