Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποταρταρόομαι
ἀπότασις
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀπόταυρος
ἀπόταφος
ἀποτάφρευσις
ἀποταφρεύω
ἀποτέγγω
ἀπότεγμα
ἀποτείνω
ἀπότεισμα
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτειχιστέον
ἀποτεκμαίρομαι
ἀποτεκνόομαι
ἀπότεκνος
ἀποτέλειος
ἀποτελειόω
View word page
ἀποτείνω
to stretch out, extend

ShortDef

to stretch out, extend

Debugging

Headword:
ἀποτείνω
Headword (normalized):
ἀποτείνω
Headword (normalized/stripped):
αποτεινω
IDX:
12217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12218
Key:

Data

{'content': 'to stretch out, extend'}