Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποταμιεύομαι
ἀποτανύω
ἀπόταξις
ἀποταρταρόομαι
ἀπότασις
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀπόταυρος
ἀπόταφος
ἀποτάφρευσις
ἀποταφρεύω
ἀποτέγγω
ἀπότεγμα
ἀποτείνω
ἀπότεισμα
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτειχιστέον
ἀποτεκμαίρομαι
ἀποτεκνόομαι
View word page
ἀποταφρεύω
to fence off with a ditch
ShortDef
to fence off with a ditch
Debugging
Headword:
ἀποταφρεύω
Headword (normalized):
ἀποταφρεύω
Headword (normalized/stripped):
αποταφρευω
IDX:
12214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12215
Key:
Data
{'content': 'to fence off with a ditch'}