Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτανύω
ἀπόταξις
ἀποταρταρόομαι
ἀπότασις
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀπόταυρος
ἀπόταφος
ἀποτάφρευσις
ἀποταφρεύω
ἀποτέγγω
ἀπότεγμα
ἀποτείνω
ἀπότεισμα
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτειχιστέον
View word page
ἀπόταφος
not buried in one's ancestral tomb
ShortDef
not buried in one's ancestral tomb
Debugging
Headword:
ἀπόταφος
Headword (normalized):
ἀπόταφος
Headword (normalized/stripped):
αποταφος
IDX:
12212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12213
Key:
Data
{'content': "not buried in one's ancestral tomb"}