Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτάδην
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτανύω
ἀπόταξις
ἀποταρταρόομαι
ἀπότασις
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀπόταυρος
ἀπόταφος
ἀποτάφρευσις
ἀποταφρεύω
ἀποτέγγω
ἀπότεγμα
ἀποτείνω
ἀπότεισμα
ἀποτειχίζω
View word page
ἀποτάσσω
to set apart, assign specially
ShortDef
to set apart, assign specially
Debugging
Headword:
ἀποτάσσω
Headword (normalized):
ἀποτάσσω
Headword (normalized/stripped):
αποτασσω
IDX:
12209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12210
Key:
Data
{'content': 'to set apart, assign specially'}