Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτανύω
ἀπόταξις
ἀποταρταρόομαι
ἀπότασις
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀπόταυρος
ἀπόταφος
ἀποτάφρευσις
ἀποταφρεύω
ἀποτέγγω
ἀπότεγμα
ἀποτείνω
ἀπότεισμα
View word page
ἀπότασις
lengthening, prolongation

ShortDef

lengthening, prolongation

Debugging

Headword:
ἀπότασις
Headword (normalized):
ἀπότασις
Headword (normalized/stripped):
αποτασις
IDX:
12208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12209
Key:

Data

{'content': 'lengthening, prolongation'}