Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποταγή
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτανύω
ἀπόταξις
ἀποταρταρόομαι
ἀπότασις
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀπόταυρος
ἀπόταφος
ἀποτάφρευσις
ἀποταφρεύω
ἀποτέγγω
ἀπότεγμα
ἀποτείνω
View word page
ἀποταρταρόομαι
suffer hell

ShortDef

suffer hell

Debugging

Headword:
ἀποταρταρόομαι
Headword (normalized):
ἀποταρταρόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποταρταροομαι
IDX:
12207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12208
Key:

Data

{'content': 'suffer hell'}