Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτανύω
ἀπόταξις
ἀποταρταρόομαι
ἀπότασις
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀπόταυρος
ἀπόταφος
ἀποτάφρευσις
ἀποταφρεύω
ἀποτέγγω
View word page
ἀποτανύω
stretch out
ShortDef
stretch out
Debugging
Headword:
ἀποτανύω
Headword (normalized):
ἀποτανύω
Headword (normalized/stripped):
αποτανυω
IDX:
12205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12206
Key:
Data
{'content': 'stretch out'}