Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόσχολος
ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτανύω
ἀπόταξις
ἀποταρταρόομαι
ἀπότασις
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀπόταυρος
ἀπόταφος
ἀποτάφρευσις
View word page
ἀποταμία
larder

ShortDef

larder

Debugging

Headword:
ἀποταμία
Headword (normalized):
ἀποταμία
Headword (normalized/stripped):
αποταμια
IDX:
12203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12204
Key:

Data

{'content': 'larder'}