Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσχοινίζω
ἀποσχολάζω
ἀπόσχολος
ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτανύω
ἀπόταξις
ἀποταρταρόομαι
ἀπότασις
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀπόταυρος
View word page
ἀποτακτήρ
anchorite, hermit

ShortDef

anchorite, hermit

Debugging

Headword:
ἀποτακτήρ
Headword (normalized):
ἀποτακτήρ
Headword (normalized/stripped):
αποτακτηρ
IDX:
12201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12202
Key:

Data

{'content': 'anchorite, hermit'}