Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιόδευτος
ἀδιοικησία
ἀδιοίκητος
ἀδίοπος
ἀδιόρατος
ἀδιοργάνωτος
ἀδιόρθωτος
ἀδιοριστία
ἀδιόριστος
ἀδιπλασίαστος
ἀδίστακτος
ἀδιύλιστος
ἀδίχαστος
ἀδιψέω
ἄδιψος
ἀδίωκτος
ἀδιώμοτος
ἀδμενίδες
ἀδμής
Ἀδμήτειος
Ἀδμήτη
View word page
ἀδίστακτος
not doubted

ShortDef

not doubted

Debugging

Headword:
ἀδίστακτος
Headword (normalized):
ἀδίστακτος
Headword (normalized/stripped):
αδιστακτος
IDX:
1219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1220
Key:

Data

{'content': 'not doubted'}