Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἅβρα
Ἀβραάμ
ἀβραμύας
ἄβραχος
ἀβριθής
ἄβρικτος
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβρόδαις
ἁβροδίαιτα
ἁβροδίαιτος
View word page
Ἀβραάμ
Abraham
ShortDef
Abraham
Debugging
Headword:
Ἀβραάμ
Headword (normalized):
ἀβραάμ
Headword (normalized/stripped):
αβρααμ
IDX:
121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-122
Key:
Data
{'content': 'Abraham'}