Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσχίς
ἀπόσχισις
ἀπόσχισμα
ἀποσχοινίζω
ἀποσχολάζω
ἀπόσχολος
ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτανύω
ἀπόταξις
ἀποταρταρόομαι
ἀπότασις
View word page
ἀπόταγμα
prohibition
ShortDef
prohibition
Debugging
Headword:
ἀπόταγμα
Headword (normalized):
ἀπόταγμα
Headword (normalized/stripped):
αποταγμα
IDX:
12198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12199
Key:
Data
{'content': 'prohibition'}