Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσχηματίζω
ἀποσχίζω
ἀποσχίς
ἀπόσχισις
ἀπόσχισμα
ἀποσχοινίζω
ἀποσχολάζω
ἀπόσχολος
ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτανύω
ἀπόταξις
View word page
ἀποσωρεύω
heap up, accumulate

ShortDef

heap up, accumulate

Debugging

Headword:
ἀποσωρεύω
Headword (normalized):
ἀποσωρεύω
Headword (normalized/stripped):
αποσωρευω
IDX:
12196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12197
Key:

Data

{'content': 'heap up, accumulate'}