Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόσχημα
ἀποσχηματίζω
ἀποσχίζω
ἀποσχίς
ἀπόσχισις
ἀπόσχισμα
ἀποσχοινίζω
ἀποσχολάζω
ἀπόσχολος
ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτανύω
View word page
ἀποσωματωσις
conversion from corporeal substance

ShortDef

conversion from corporeal substance

Debugging

Headword:
ἀποσωματωσις
Headword (normalized):
ἀποσωματωσις
Headword (normalized/stripped):
αποσωματωσις
IDX:
12195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12196
Key:

Data

{'content': 'conversion from corporeal substance'}