Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσχετική
ἀπόσχημα
ἀποσχηματίζω
ἀποσχίζω
ἀποσχίς
ἀπόσχισις
ἀπόσχισμα
ἀποσχοινίζω
ἀποσχολάζω
ἀπόσχολος
ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
View word page
ἀποσῴζω
to preserve from, heal from
ShortDef
to preserve from, heal from
Debugging
Headword:
ἀποσῴζω
Headword (normalized):
ἀποσῴζω
Headword (normalized/stripped):
αποσωζω
IDX:
12194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12195
Key:
Data
{'content': 'to preserve from, heal from'}