Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόσχεσις
ἀποσχετέον
ἀποσχετική
ἀπόσχημα
ἀποσχηματίζω
ἀποσχίζω
ἀποσχίς
ἀπόσχισις
ἀπόσχισμα
ἀποσχοινίζω
ἀποσχολάζω
ἀπόσχολος
ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀπότακτος
View word page
ἀποσχολάζω
rest, recreate

ShortDef

rest, recreate

Debugging

Headword:
ἀποσχολάζω
Headword (normalized):
ἀποσχολάζω
Headword (normalized/stripped):
αποσχολαζω
IDX:
12192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12193
Key:

Data

{'content': 'rest, recreate'}