Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσχεδιάζω
ἀπόσχεσις
ἀποσχετέον
ἀποσχετική
ἀπόσχημα
ἀποσχηματίζω
ἀποσχίζω
ἀποσχίς
ἀπόσχισις
ἀπόσχισμα
ἀποσχοινίζω
ἀποσχολάζω
ἀπόσχολος
ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
View word page
ἀποσχοινίζω
to separate by a cord

ShortDef

to separate by a cord

Debugging

Headword:
ἀποσχοινίζω
Headword (normalized):
ἀποσχοινίζω
Headword (normalized/stripped):
αποσχοινιζω
IDX:
12191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12192
Key:

Data

{'content': 'to separate by a cord'}