Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόσχασις
ἀποσχαστέον
ἀποσχεδιάζω
ἀπόσχεσις
ἀποσχετέον
ἀποσχετική
ἀπόσχημα
ἀποσχηματίζω
ἀποσχίζω
ἀποσχίς
ἀπόσχισις
ἀπόσχισμα
ἀποσχοινίζω
ἀποσχολάζω
ἀπόσχολος
ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
View word page
ἀπόσχισις
division, branching

ShortDef

division, branching

Debugging

Headword:
ἀπόσχισις
Headword (normalized):
ἀπόσχισις
Headword (normalized/stripped):
αποσχισις
IDX:
12189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12190
Key:

Data

{'content': 'division, branching'}